- ξερασία
- ηβλ. ξηρασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξερασία — η ανομβρία, ξηρασία, ξεραΐλα, ξέρα: Μεγάλη ξερασία φέτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… … Dictionary of Greek
ξηρασία — η βλ. ξερασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρότητα — η η κατάσταση του ξερού, ξερασία, ξεραΐλα: Ξηρότητα του εδάφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)